Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλαγγιώ — άω, Α [φαλάγγιον] 1. είμαι δηλητηριώδης όπως το φαλάγγιο 2. μτφ. είμαι εξαγριωμένος … Dictionary of Greek
φαλαγγώ — (I) άω, Α (δ. γρφ·) φαλαγγιῶ*. (II) όω, ΜΑ βλ. φολαγγώνω … Dictionary of Greek